Τό Ἱστορικόν Ἀρχεῖον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀγαθαγγέλου [Χαραμαντίδη] νῦν Ἐπισκόπου Φαναρίου
Γεν. Διευθυντοῦ τῆς «Ἀποστολικῆς Διακονίας» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνος παρατηρεῖται ἔντονη τάση γιά ἱστορική ἔρευνα, μεγάλες συνθετικές ἐργασίες καί ἀρχειακές ἐξερευνήσεις
[1]. Ἰδιαίτερα ἡ ἱστορική δραστηριότητα τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἀξιόλογη. Ὁ Ἀνδρέας Μουστοξύδης, ὁ Κωνσταντῖνος Σάθας, ὁ Σπυρίδων Λάμπρος, ὁ Β. Μυστακίδης, ὁ Πέτρος Παπαγεωργίου, ὁ Νικόλαος Βέης, ὁ Ἰωάννης Φιλήμων, ὁ Ἀνδρέας Μάμουκας καί τόσοι ἄλλοι μελετοῦν τό ἀρχειακό ὑλικό, δημοσιεύουν ἐπιστημονικές-ἱστορικές ἐργασίες καί διαισθάνονται ὡς κατεπείγουσα τήν ἀνάγκη διασώσεως τῆς ἐθνικῆς πνευματικῆς κληρονομίας. «Κατά τούς αἰῶνες τῆς δουλείας ἡ φθορά καί ἡ ἁρπαγή μνημείων τῆς Ἱστορίας ἐν Ἑλλάδι ἔγινε ἔργον»
[2].
Κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας τό ἐκκλησιαστικό ἀρχειακό ὑλικό δέν μένει ἀλώβητο. Ὑφίσταται τίς φυσιολογικές φθορές καί τίς ἐπακόλουθες. Ἰδιαίτερα σπουδαῖες ἀπώλειες ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ ἐπισυμβαίνουν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἕως τήν λήξη τοῦ πολέμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ Μονή Φιλοσόφου, διότι τό χαρτί τῶν ἀρχείων καί τῆς Βιβλιοθήκης χρησίμευε ὡς πρώτη ὕλη κατασκευῆς φυσιγγίων
[3]. Ὅμως, δέν πρέπει νά παραγνωρίζεται καί ἡ βλάβη ἤ ἡ διαρροή ἐγγράφων ἀπό τήν ἀδιαφορία τῶν ὑπευθύνων καί κατά τήν περίοδο τῆς εἰρήνης. Μοναστηριακά κειμήλια, κτηματολόγια, διάφορα ἔγγραφα, μετά τήν διάλυση τῶν Μονῶν ἀπό τήν Προτεσταντική Ἀντιβασιλεία, ἐχάθησαν ἤ ὑπεξαιρέθησαν
[4]. Ὁ A. Mézières, τό 1851, ἐπισκέπτεται τήν βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Στομίου καί ὁμολογεῖ: «Ἀρκέστηκα σ' ἕνα σωρό παλιά χαρτιά... μοῦ στοίχισαν συνολικά 80 γαλλικά φράγκα»
[5]. Τό 1859 διατρέχει τήν Ἑλλάδα ὁ Ρῶσσος Ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Οὐσπένσκι, ὁ ὁποῖος ἀφαιρεῖ πολύτιμα χειρόγραφα ἀπό τήν Ἱερά Μονή Ὀλυμπιωτίσσης καί συλλέγει ἀρχειακό ὑλικό, τό ὁποῖο μετά τόν θάνατό του περιέρχεται, τό 1883, στήν Αὐτοκρατορική Βιβλιοθήκη τῆς Πετρουπόλεως μέ ἀριθμό εἰσαγωγῆς 216-395
[6].
Ἡ φροντίδα τοῦ Κράτους γιά τήν διάσωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχείων καί τῶν ἱερῶν κειμηλίων.
Ἡ Ἐκκλησία εἶχε συγκροτήσει Ἀρχεῖα σέ Μητροπολιτικό, Ἐνοριακό, Μοναστηριακό ἐπίπεδο καί πάντοτε, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τίς σχετικές δημοσιεύσεις, τά Ἀρχεῖα αὐτά ἦσαν προσπελάσιμα στούς ἐρευνητές. Μόνο πού ἐμφανίζεται, πολλές φορές, ἀδύναμη νά διαφυλάξη τό ἀρχειακό ὑλικό καί τά ἱερά κειμήλια.
Στίς 24 Νοεμβρίου 1829 ὁ Ἀνδρέας Μουστοξύδης ὑποβάλλει στήν Γραμματεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἔγγραφο «περί συλλογῆς τῶν παλαιῶν ἀντιγράφων καί μεμβρανῶν ἀπό τά μοναστήρια». Ὁ Κυβερνήτης Ἰωάννης Καποδίστριας ἐκδίδει τήν Ἐγκύκλιο 247/2.12.1829, διά τῆς ὁποίας ἀνατίθεται ἡ ἀναζήτηση καί συλλογή χειρογράφων καί παλαιῶν βιβλίων ἀπό Μονές καί Ναούς, ἡ παράδοσή τους στούς Ἐπιτρόπους, Διοικητές καί Ἀστυνόμους τῶν Περιφερειῶν καί ἡ ἀποστολή τους στήν Κυβέρνηση
[7]. Τήν 10/22 Μαΐου 1833
[8] ψηφίζεται ὁ Νόμος «Περί ἐπιστημονικῶν καί τεχνολογικῶν συλλογῶν», τοῦ ὁποίου τό ἄρθρο 3 ὁρίζει ὅτι «εἰς τήν Δημόσιον Κεντρικήν Βιβλιοθήκην θέλει κατατίθεσθαι ὅλα τά πολύτιμα χειρόγραφα καί βιβλία τά εὑρεθέντα εἰς Μοναστήριον καί Ἐκκλησίαν».
Τό ἔτος 1834 ἐκδίδεται ἡ ὑπ' ἀριθ. 599 Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διά τῆς ὁποίας ὁρίζεται ἡ ὀργάνωση τῶν Ἀρχείων τῶν Ἐνοριακῶν Ναῶν.
Τό 1837 ἱδρύεται ἡ Ἀρχαιολογική Ἑταιρεία Ἑλλάδος μέ σκοπό τήν ἔγκαιρη παρέμβαση πρός διάσωση τῶν ἀρχαίων μνημείων καί τόν περιορισμό τῆς φθορᾶς
[9].
Μέ Βασιλικό Διάταγμα τῆς 5ης Ἰουνίου 1867 συνιστᾶται πενταμελής Ἐπιτροπή στό Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν καί Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως «πρός ἀνεύρεσιν καί συλλογήν ἀνεκδότων χειρογράφων ἀφορώντων τήν κατά τόν μέσον καί νέον αἰῶνα Ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους»
[10].
Ἀπό τό 1874 λαμβάνεται πρόνοια διασώσεως τῶν χειρογράφων, πού φυ-λάσσονται στίς ἀπελευθερωμένες Ἑλληνικές Ἐπαρχίες. Οἱ Μονές ἀπογυμνώνονται ὄχι μόνο ἀπό τό ἀρχειακό ὑλικό, ἀλλά καί ἀπό τά κειμήλιά τους. Πολύτιμοι θησαυροί μεταφέρονται, μέ τό πρόσχημα τῆς διαφυλάξεως, στήν Ἀθήνα. Τό 1881 τό ἔργο αὐτό συνεχίζεται. Ἡ Πολιτεία ἀποστέλλει τόν πρῴην Μητροπολίτη Πατρῶν Νικηφόρο (Καλογερᾶ) καί τόν Πανεπιστημιακό Σ. Φιντικλῆ, γιά νά διερευνήσουν τήν κατάσταση τῶν βιβλιοθηκῶν καί τῶν ἀρχείων τῶν Μετεώρων καί τῶν ἄλλων Μονῶν τῆς Θεσσαλίας καί νά περισώσουν τά χειρόγραφα, μεταφέροντας τά πλέον πολύτιμα καί ἀρχαιότερα στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη.
Τό 1883, ἀνακαλύπτονται, τυχαῖα, σέ ἑρμάριο τοῦ Ὑπουργείου Ἐκκλησιαστικῶν καί Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως ἔγγραφα, τῆς ιη´ καί τῆς ιθ´ ἑκατονταετηρίδος, τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, τά ὁποῖα κατατίθενται στό Ἀρχεῖο τῆς Ἱστορικῆς καί Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας Ἑλλάδος
[11]. Στά ἔγγραφα περιέχονται 163 ἐπιστολές πρός τόν Οἰκονόμο Ἀθηνῶν Βαρθολομαῖο, πού ἀφοροῦν στά ἐκκλησιαστικά καί κοινωνικά τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν καί ἄλλων κοινοτήτων, 338 ἰδιωτικές ἐπιστολές, πληρεξούσια, ὁμολογίες, χρεωστικά καί πωλητήρια, συμφωνητικά, προικοσύμφωνα καί διαθῆκες, ἀρχιερατικά γράμματα καί ἐγκύκλιοι
[12].
Τό 1885, γνωστοποιεῖται στήν Ἱερά Σύνοδο ἡ σύσταση τῆς Χριστιανικῆς καί Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, τῆς ὁποίας σκοπός ἦταν ἡ «περισυναγωγή καί διαφύλαξις τῶν τέως τῇδε κἀκεῖσε ἠμελημένων κειμηλίων τῆς χριστιανικῆς τέχνης καί ἡ ἐν Μουσείῳ διαφύλαξις».
Ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἀρχικῶς, δέν προβαίνει σέ καμμία ενέργεια μέ τό σκεπτικό, ὅτι ἡ νεοσυσταθεῖσα Χριστιανική Ἀρχαιολογική Ἑταιρεία εἶναι ἰδιωτική. Ὅμως, τό 1890 ἡ Σύνοδος «ἐκ καθήκοντος ἐνδελεχῶς μεριμνῶσα καί σπουδαίως ἐνδιαφερομένη ὑπέρ τῆς διασώσεως τῶν ἁγιωτάτων τῆς Ἐκκλησίας κειμηλίων, πατρικῶς προτρέπει καί ἐντέλλεται..., ὅπως πάντα τά ἄχρηστα διά τάς ιεράς τελετάς Ἱερά σκεύη, καί Ἱερά ἄμφια, οἷον διαφόρου μεγέθους Ἱεροί Σταυροί, Ἱερά ποτήρια, δισκάρια, ἀστερίσκοι, λαβίδες, λόγχαι, διάφορα δοχεῖα τοῦ ζέοντος, πεπαλαιωμένα ἀρτοφόρια, ἀντιμήνσια, κολυμβῆθραι, μυροθῆκαι, ἐπιτραχήλια, ὁράρια, στιχάρια, ὑπομάνικα, ἐπιγονάτια, φαιλώνια, εἰκόνες, δίπτυχα, επιτάφιοι,... εὐλαβῶς τοποθετούμενα ἀποστέλλωνται πρός τήν Διεύθυνσιν τοῦ Χριστιανικοῦ Μουσείου εἰς Ἀθήνας...»
[13] (δέν θά μᾶς ἀπασχολήση στό ἄρθρο αὐτό ἡ θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης ἔξω ἀπό τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας).
Ἀπό τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο τῆς ἱερᾶς Συνόδου πληροφορούμεθα, ὅτι τό ἔτος 1908 παρεδόθησαν στήν Χριστιανική Ἀρχαιολογική Ἑταιρεία:
α) Ἀπό τήν Μονή Βαρνάκοβας, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φωκίδος, μεγάλου μεγέθους σταυρός ἐξαιρετικῆς μικροξυλογλυπτικῆς τέχνης, ἕνα ἅγιο Ποτήριο, Δισκάριο καί ἀστερίσκος τοῦ 1708, διάφορα ἄλλα ξυλόγλυπτα καί ἀργυρένδυτα ἀντικείμενα.
β) Ἀπό τήν Μονή Δουσίκου τῶν Μεγάλων Πυλῶν, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Τρίκκης καί Σταγῶν, παλαιά ποδιά χρησιμοποιουμένη ὡς σκέπασμα Ἁγίας Τραπέζης ἤ τοῦ Ἐπιταφίου. Ἡ ποδιά αὐτή ἦτο τεμάχιο ἀπό τόν σάκκο τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Νεοφύτου, ἀνεψιοῦ τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος καί ἐκ τῆς ἐπ' αὐτοῦ ἐπιγραφῆς μαθαίνουμε, ὅτι τόν σάκκο τοῦτο ἀπένειμε στόν Μητροπολίτη Λαρίσης κατά προνομίαν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωάσαφ τό 1558.
γ) Ἀπό τήν Μονή Εὐαγγελιστρίας Σκιάθου, τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χαλκίδος, παλαιά ἔγγραφα, ἕνα ἅγιο Ποτήριο, ἕνα Εὐαγγέλιο ἐκδόσεως τοῦ 1538, ἕνα κώδωνα, δύο λόγχες, ἀστερίσκο καί σφραγίδα, ἀρκετά ἄμφια, ἕνα βιβλίο ὑπό τόν τίτλο Σύνταγμα Θεολογικῆς Παιδείας, ἐκδόσεως τοῦ 1795
[14].
Ἕνα ἄλλο σχετικό γεγονός εἶναι ἡ ἀπό μέρους τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας παράδοση τῶν κειμηλίων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νικομηδείας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τά ὁποῖα μετεφέρθησαν στήν Ἀθήνα κατά τό 1922. Τά ἱερά πράγματα, ἐκτός ἀπό τά ἱερά λείψανα, τά ὁποῖα ἐφυλάχθησαν, γιά τήν ἱερότητα αὐτῶν, στήν Ἱερά Σύνοδο, παρεδόθησαν, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Τμήματος τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐκκλησιαστικῶν
[15], ἀπό τόν Ἀρχιμανδρίτη Γερμανό Ρουμπάνη, Α' Γραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, στόν Θεμ. Βολίδη, Διευθυντή τοῦ Τμήματος τῶν Χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης καί μετεφέρθησαν σέ χῶρο τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου
[16].
Κατά τό 1914, τό Ὑπουργεῖο Παιδείας ἀνέθεσε στόν ἐπιμελητή χειρογράφων Θεμιστοκλῆ Βολίδη νά περιοδεύση καί νά διερευνήση τά ἀρχεῖα τῆς Μακεδονίας. Ὁ Θ. Βολίδης τό 1914 ὑποβάλλει ἔκθεση στήν ὁποία ἐπισυνάπτει λεπτομερῆ κατάλογο βιβλίων καί χειρογράφων 30 περίπου βιβλιοθηκῶν, στόν ὁποῖο ἀναφέρονται 15.000 τόμοι ἐντύπων βιβλίων καί 1000 χειρόγραφα καί ἄλλα ἱστορικά ἔγγραφα.
Μέ τόν Νόμο 380/1914 ἱδρύεται ἡ Ὑπηρεσία τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους καί προβλέπεται ἡ ἵδρυση μονίμων ἱστορικῶν τοπικῶν ἀρχείων.
Τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Τό ὑλικό τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ὁποῖο καθημερινά ἐμπλουτίζεται ἀπό τό μέσον καί τρέχον ἀρχεῖο, χρονολογεῖται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ ΙΘ´ αἰῶνος καί περιλαμβάνει Πατριαρχικούς Τόμους, Πατριαρχικά καί Συνοδικά Γράμματα, Κώδικες, τά Πρακτικά τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἀπό τό ἔτος 1833), τά Πρακτικά τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἀπό τό ἔτος 1920), Ἔγγραφα περί τῆς συστάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Πρωτόκολλα, Μοναχολόγια, Ἐνοριακούς Πίνακες, πολύτιμα ἔγγραφα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τῆς Πολιτείας καί ἄλλων φορέων γιά διάφορα θέματα, ἔγγραφα, βιβλία, περιοδικά, φωτογραφίες, σχέδια, γιά τήν ἱστορία καί τήν δράση τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Τό Ἀρχεῖο αὐτό, ἄγνωστο στούς περισσότερους ἐρευνητές, ἀποτελεῖ πολύτιμη πηγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους μέ εὐρύτητα καί ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν μαρτυρία καί ἀποκατάσταση, πολλές φορές, τῶν πλευρῶν τῆς δράσεως τῆς Ἐκκλησίας καί περιέχει πληροφορίες μοναδικές καί δυσεύρετες σέ ἄλλα ἀρχεῖα, τά ὁποῖα ἔχουν ἀπωλεσθῆ ἤ καταστραφῆ. Ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα - καί δέν εἶναι τό μόνο - ἀναφέρουμε τήν περίπτωση τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας. Οἱ ἐρευνητές ἀναφέρουν, ὅτι τό Ἀρχεῖο αὐτό περιεῖχε ἀποκαλυπτικά στοιχεῖα γιά τήν Ἐπανάσταση στήν Αἰτωλοακαρνανία κατά τοῦ Ὄθωνος τό 1836 καί γιά τήν στάση τοῦ Μητροπολίτη Πορφυρίου καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅπως καί ἄλλα στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἀποστέλλοντο καί στήν Ἱερά Σύνοδο πρός ἐνημέρωσή της. Δυστυχῶς, τό Ἀρχεῖο αὐτό, ὅπως καί ἄλλα Ἐκκλησιαστικά Ἀρχεῖα, κατεστράφη κατά τήν περίοδο τῆς Ναζιστικῆς Κατοχῆς. Διεσώθη, ὅμως, τό ἀρχειακό ὑλικό πού φυλασσόταν στήν Ἱερά Σύνοδο.
Ἀρχικά τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο ἐστεγάζετο στό Συνοδικό Μέγαρο ἐπί τῆς ὁδοῦ Ἁγίας Φιλοθέης, ἐκεῖ πού εὑρίσκεται σήμερα ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν. Tό 1969 οἱ Συνοδικές Ὑπηρεσίες μετεφέρθησαν στό Μέγαρο τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (στήν Ἱερά Μονή Πετράκη) καί τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο στόν ὑπόγειο χῶρο ἐπί τῆς ὁδοῦ Ἀλωπεκῆς 46. Τό 1977, μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἀρχιγραμματέως Ἀρχιμ. Ἀμβροσίου Λενῆ (νῦν Μητροπολίτου Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας), τό ἀρχειακό ὑλικό μετεφέρθη σέ χῶρο τοῦ γ' ὀρόφου τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου καί ἐκεῖ φυλάσσεται μέχρι σήμερα
[17].
Τήν φροντίδα τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἔχει ὁ Ἀρχειοφύλαξ. Κατά καιρούς ἐργάσθηκαν στό Ἀρχεῖο ὁ Ἀνδρέας Μάμουκας,
Διευθυντής τοῦ Α' Τμήματος τοῦ Ὑπουργείου Ἐκκλησιαστικῶν καί Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως, καί οἱ Ἀρχειοφύλακες Ἀρχιμ. Βασίλειος Ἀτέσης, ἀπό τοῦ διορισμοῦ του ὡς Ὑπογραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τό ἔτος 1942, Ἀρχιμ. Εὐδόκιμος Μαυρίκης, Πρωτοπρ. π. Ἠλίας Θεοχαρόπουλος, Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Κουσκουτόπουλος, κατά τά ἔτη 1960-1967, Ἀρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας, ἀπό τοῦ διορισμοῦ του ὡς Ὑπογραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τό 1966, Ἀρχιμ. Πατρίκιος Καλεώδης. Τό 1969 χρέη Ἀρχειοφύλακος ἀνετέθησαν στόν Πρωτοπρ. π. Ἠλία Μαρκαντώνη, ὁ ὁποῖος διετήρησε τήν εὐθύνη τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου μέχρι τό 1995. Ἔκτοτε τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο λειτουργεῖ ὡς ἰδιαίτερη ὑπηρεσία καί ἡ εὐθύνη τῆς λειτουργίας ἀνετέθη ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στόν γράφοντα.
Τό ἀρχειακό ὑλικό ἐμελέτησαν ἰδιαιτέρως ὁ Μητροπολίτης πρ. Λήμνου Βασίλειος (Ἀτέσης), ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Θέμελης), ὁ Ἀρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας, ἐνῶ ἀπό τό 1996 μέχρι σήμερα περί τούς 50 ἐπιστήμονες-ἐρευνητές.
Μέρος τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ ἀπωλέσθηκε ἀπό ἄγνοια κατά τά ἔτη 1960-1962, ὅταν κατά τήν ταξινόμησή του ἐθεωρήθη ἄχρηστο καί ἐρρίφθη στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων. Διάφορα ἔγγραφα καί σιγίλλια μετεφέρθησαν κατά τά ἔτη 1970-1971, στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν γιά τόν ἐμπλουτισμό τοῦ Μουσείου αὐτῆς. Εἶναι ἄγνωστο ποῦ τό ἀρχειακό αὐτό ὑλικό φυλάσσεται σήμερα.
[1] Λάμπρος Σπ., Νέοι Ὁρίζοντες, 25. Ζακυθηνός Δ., Κερκυραϊκά Χρονικά 13 (1967), σελ. 27.
[2] Πρωτοψάλτης Ἐμμ., Ἱστορικά ἔγγραφα περί ἀρχαιοτήτων καί λοιπῶν μνημείων τῆς ἱστορίας κατά τούς χρόνους τῆς Ἐπαναστάσεως καί τοῦ Καποδιστρίου, ἐν Ἀθήναις 1967, δ΄. Περί τοῦ θέματος αὐτοῦ βλ. τήν ἀξιόλογη μελέτη τῆς Ἑλένης Λυκούρη-Λαζάρου, Τά ἀρχεῖα στό Νεοελληνικό Κράτος ἕως τήν ἵδρυση τῶν γενικῶν ἀρχείων (1821-1914), ἐκδ. Ἕλλην, Ἀθήνα 21998.
[3] Γριτσόπουλος Τ., Κατάλογος τῶν Χειρογράφων Κωδίκων τῆς Βιβλιοθήκης Δημητσάνας, Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 22 (1952), σελ. 182.
[4] Κωνσταντίνου Οἰκονόμου, τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Τά σωζόμενα ἐκκλησιαστικά συγγράμματα, ἔκδ. Σοφ. Οἰκονόμου, τόμος 2ος, ΑΘῌΝΗΣΙ ΑΩΞS΄, σελ. 266-277. Ἐφημερίς «Ἠχώ τῶν Ἐπαρχιῶν», 14 Νοεμβρίου 1843, σελ. 3, στήλη 2. Γ.Α.Κ. 11, 18.
[5] Σπανός Κ., Ἡ περιοχή τοῦ Στομίου τό 1852 κατά τόν Γάλλο Περιηγητή Μézières, Στόμιο 1976.
[6] Σκουβαρᾶς Ε., Ὀλυμπιώτισσα. Περιγραφή, καί Ἱστορία τῆς Μονῆς, Ἀθῆναι 1967, Κέντρο Ἐρεύνης Μεσαιωνικοῦ καί Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ, σελ. 86, 164, 211, 499, 501.
[7] Γενικά Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους (Γ.Α.Κ.), Ὑπουργεῖον Παιδείας φ. 32/1830. Βλ. Δασκαλάκης Ἀπ., Κείμενα-Πηγαί τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Γβ΄, Ἀθῆναι 1968, σελ. 1371.
[9] Βλ. Πετράκος Βασ., Ἡ ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογική Ἑταιρεία. Ἡ ἱστορία τῶν 150 χρόνων της, 1837-1987, Ἀθῆναι 1987.
[11] Νέος Ἑλληνομνήμων (1914), σελ. 146.
[12] Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα, Ἐκδόσεις Μήνυμα, Ἀθήνα 1987, σελ. 93. Λάμπρου Σπ., Νέος Ἑλληνομνήμων 11 (1914), σελ. 146. Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καί Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος 2 (1885), σελ. 574.
[13] Ἀρχεῖον Ἱερᾶς Συνόδου, Θέματα Συνόδου-Διάφορα ἔτους 1885. Θέματα Συνόδου-Ἐγκύκλιοι, Ἐγκύκλιος 2ας Ἰουλίου 1890.
[14] Ἀρχεῖον Ἱερᾶς Συνόδου, Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, Θέματα ἐκκλησιαστικῆς τέχνης-λειτουργικῆς, Φάκελος 1.19, ἔγγραφον, 23ης Μαΐου 1907, Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας πρός τήν Ἱερά Σύνοδο· ἔγγραφον, 10ης Δεκεμβρίου 1907, Ἱερᾶς Συνόδου πρός τόν Γεώργιον Λαμπάκην, Διευθυντήν τοῦ Μουσείου τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας· ἔγγραφον, 5ης Μαΐου 1908, Γεωργίου Λαμπάκη πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον.
[15] Περί τοῦ θέματος αὐτοῦ βλ. Ἀρχιμ. Ἀγαθαγγέλου Χαραμαντίδη, Πληροφορίες περί τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου (Δεξιᾶς Χειρός) τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Περιοδικόν Ἐκκλησία, Ἀθῆναι 1998.
[16] Λάμπρος Σπ., Νέος Ἑλληνομνήμων 9 (1912), σελ. 488. Νέος Ἑλληνομνήμων (1914), σελ. 341. Χρηστίδης Γ., Αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Καστοριᾶς, Γρηγόριος Παλαμᾶς 6 (1922), σελ. 129.
[17] Σήμερα (2014) τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό Συνοδική Ὑπηρεσία ὑπό τόν τίτλο «Γραφεῖον Ἱστορικοῦ Ἀρχείου καί Μηχανοργανώσεως», ὑπαγόμενη στή Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῆς Ἀρχιγραμματείας, ἔχει μετονομασθῆ σέ: «Ἱστορικόν Ἀρχεῖον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (ΙΑΕΕ), διέπεται ἀπό τόν Κανονισμό 248/2013 (ΦΕΚ 286/Α΄/30.12.2013), καί στεγάζεται σέ κτήριο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν ὁδό Δεινοκράτους 68.