Τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ΙΑΕΕ)
Σπυρίδωνος Δημ. Κοντογιάννη
Ὁμ. Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν
Διευθυντοῦ ΙΑΕΕ
Ἤδη ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὑπῆρξε ἡ ἀνάγκη συστηματικῆς ἐναπόθεσης ὑπό κατάλληλες συνθῆκες τῶν καταγεγραμμένων στοιχείων πού παράγονταν ἀπό ποικίλες δραστηριότητες τῶν ἀνθρώπων καί διατηροῦντο γιά λόγους κυρίως διοικητικούς, οἰκονομικούς, θρησκευτικούς, μέ τούς πολιτισμούς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς, τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Αἰγύπτου κ.ἄ., ἀλλά καί τοῦ Μινωϊκοῦ καί Μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ καί μᾶς ἔχουν ἀφήσει χιλιάδες πήλινες ἤ χάλκινες πινακίδες, παπύρους, δέλτους, κ.ἄ. τεκμήρια – μάρτυρες τῆς κάθε ἐποχῆς. Στά ἀρχεῖα τῶν ἑλληνικῶν πόλεων – κρατῶν κατατίθεντο ἔγγραφα ἀδιακρίτως τῆς παλαιότητάς τους, μέ σημερινούς δηλαδή ὅρους τρέχοντα θέματα ἀλλά καί ἱστορικά κείμενα.
Μάλιστα, σύμφωνα μέ τόν Ὁλλανδό ἐρευνητή Μίννεν (P. van Minnen), ἀπόσπασμα παπύρου πού βρίσκεται στό Αἰγυπτιακό Μουσεῖο τοῦ Βερολίνου καί προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τῶν βασιλικῶν διαμερισμάτων τῆς Ἀλεξάνδρειας τό 33 π.Χ., περιέχει τήν ἰδιόχειρη ὑπογραφή τῆς Κλεοπάτρας σέ βασιλικό διάταγμα ἀπαλλαγῆς φόρων σέ φίλο τοῦ Μάρκου Ἀντωνίου. Πρόκειται δηλαδή μέ τή σύγχρονη ὁρολογία γιά ἕνα ρουσφέτι. Σύμφωνα μέ τό καθιερωμένο τύπο τῆς περιόδου, τό κείμενο ὑπογράφεται μέ μία μόνο λέξη: «γενέσθω» ἀπό τήν Κλεοπάτρα.
Κατά τή βυζαντινή περίοδο, Νεαρά τοῦ Ἰουστινιανοῦ προέβλεπε: «ἐν αὐτοῖς τοῖς τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας ἀρχείοις ἀποτίθεσθαι τά πραττόμενα θεσπίζομεν ὥστε εἶναι διηνεκῆ τοῦ πράγματος μνήμην» . Σύμφωνα μέ τή βυζαντινή νομοθεσία καί τό ἐκκλησιαστικό δίκαιο, ἦταν μή ἔγκυρος ὄχι μόνο τίτλος περιουσίας, τό πρωτότυπο τοῦ ὁποίου δέν βρισκόταν στήν αὐτοκρατορική ἤ πατριαρχική γραμματεία ἀντίστοιχα, ἀλλά ἀκόμη καί νόμος πού δέν εἶχε καταστρωθῆ στά ἁρμόδια σέκρετα ἦταν ἀνίσχυρος .
Στήν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορία τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ὁ χαρτοφύλαξ ἀπό τόν 6ο αἰ. κ. ἑξ. ἀπέκτησε ἀρχειονομικά καί συμβολαιογραφικά καθήκοντα, προϊόντος δέ τοῦ χρόνου οἱ ἁρμοδιότητές του ηὔξαναν, μέ ἀποτέλεσμα ἀπό τή μέση βυζαντινή περίοδο νά φθάση νά καταστῆ ἀντιπρόσωπος τοῦ πατριάρχη, καί σέ περίπτωση ἀπουσίας του, νά προεδρεύη τῆς συνόδου, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπό πρόσταγμα τοῦ Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ (1091) καί ἀπό τήν εἰδική μελέτη ἐπί τοῦ θέματος τοῦ μεγάλου κανονολόγου Θεοδώρου Βαλσαμώνα, στήν ὁποία ἀναφέρει – μεταξύ ἄλλων - χαρακτηριστικά: «τούτων πάντων δοθῆναι τήν ἐξουσίαν αὐτῷ διά τό λογίζεσθαι στόμα, καί χείλη, καί χεῖρας ὡσανεί πατριαρχικάς» .
Κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας οἱ κρύπτες τῶν μοναστηριῶν ἀποτέλεσαν τήν κιβωτό τῆς ἱστορικῆς μνήμης, χάρη στίς ὁποῖες διασώθηκε ἡ θρησκεία καί ἡ γλώσσα τοῦ χειμαζομένου ἑλληνικοῦ γένους. Πράγματι, τά χειρόγραφα τῶν ἱ. ἀκολουθιῶν, ἐκτός ἀπό λειτουργικά βιβλία καί ἐγχειρίδια ἀνάγνωσης καί γραφῆς, ἀποτέλεσαν καί εὔκολα προσβάσιμο ὑλικό γιά τήν καταγραφή πράξεων ἀγοραπωλησιῶν, ἱστορικῶν ἤ φυσικῶν γεγονότων, μαρτύρια τῶν Νεομαρτύρων κ.λπ.
Μετά τήν ἐθνική παλιγγενεσία καί τήν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους πιό συστηματικά πλέον καταρτίσθηκαν ἀρχειακές συλλογές γιά σκοπούς διοικητικούς, οἰκονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, μέ σταθμό στήν ἱστορία τῶν ἑλληνικῶν ἀρχείων τήν ἵδρυση τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους, τά γνωστά μας ΓΑΚ, τό 1914 χάρη στίς προσπάθειες τοῦ Ἰωάννη Βλαχογιάννη.
Τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περιλαμβάνει ἀρχειακό ὑλικό κυρίως ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ., μέ τόν μεγαλύτερο ὄγκο νά ξεκινᾶ ἀπό τό 1833 καί μετά, χωρίς ὅμως νά ἀποκλείονται καί μεμονωμένα παλαιότερα ἔγγραφα καί ἱστορικά κείμενα (ὅπως π.χ. ἔγγραφο τοῦ Ἀθανασίου Διάκου). Τό πολύτιμο καί πληρέστατο ἀρχειακό ὑλικό τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου ἀποτελεῖ διαυγή πηγή τῆς νεώτερης καί πολύτιμης ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, χωρίς νά ὑπολείπεται σέ σπουδαιότητα ἐθνική, κοινωνική, πολιτιστική κ.λπ., λόγῳ τῶν πολύτιμων ὑπηρεσιῶν τῆς Ἐκκλησίας στούς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους μας καί τίς λοιπές ἐκδηλώσεις του. Ξεχωρίζουν μεταξύ τῶν ἐγγράφων ἔγγραφα μέ χαρακτήρα κανονιστικό, ὅπως εἶναι ὁ Πατριαρχικός καί Συνοδικός Τόμος τοῦ 1850 περί τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1866 περί τῆς ὑπαγωγῆς τῶν Ἐπαρχιῶν τῆς Ἑπτανήσου στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1882 περί τῆς ὑπαγωγῆς τῶν Ἐπαρχιῶν Ἠπείρου καί Θεσσαλίας στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1928 περί τῆς διοικήσεως τῶν Ἱ. Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν κ.ἄ.
Ὅπως γίνεται κατανοητό, τό ἀρχειακό ὑλικό παρακολουθεῖ ἱστορικῶς καί γεωγραφικῶς τήν ἐξέλιξη τῆς ἐδαφικῆς αὐξήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού μέ τή σειρά της ἐπηρεάζεται ἀπό τίς πολιτικές συνθῆκες, κατά τήν ἀποφθεγματική σχετική ρήση τοῦ ἱ. Φωτίου: «τά ἐκκλησιαστικά, καί μάλιστά γε τά περί τῶv ἐvοριῶv δίκαια, ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις τε καί διοικήσεσι ουμμεταβάλλεσθαι εἴωθεv» . Ἐξίσου σημαντικοί εἶναι οἱ κώδικες Πρακτικῶν τῶν Συνεδριάσεων τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Πρωτόκολλα, Μοναχολόγια, Ἐνοριακοί Πίνακες, ἀλληλογραφία μέ ἄλλες ὁμόδοξες ἤ καί ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες, ἔγγραφα πού ἀφοροῦν στίς σχέσεις μέ τήν Πολιτεία, ἐγκρίσεις βιβλίων, περιοδικῶν, θέματων ἱ. Μητροπόλεων κ.ἄ.
Ἀκολουθοῦν ὁρισμένα χαρακτηριστικά περιστατικά ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου, σύντομα μέν ἀλλά ἐνδεικτικά τῆς ἀτμόσφαιρας καί τῶν συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦσαν στίς ἀρχές καί τά μέσα τοῦ 20οῦ αἰ. στίς συνοδικές ὑπηρεσίες γενικότερα, καί εἰδικότερα γιά τήν κατάσταση τοῦ ἱστορικοῦ ἀρχείου καί τοῦ ἀρχειακοῦ του ὑλικοῦ.
Μέ τήν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του τό 1923 ὡς Α΄ Γραμματεύς τῆς Ἱ. Συνόδου ὁ ἀρχιμανδρίτης τότε καί μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Θεόκλητος Β΄ Παναγιωτόπουλος [1957-1962] βρέθηκε ἐνώπιον σοβαρῶν ἐλλείψεων προσωπικοῦ, χώρου καί ὑποδομῶν ὡς πρός τά μέσα πού ἀπαιτοῦνται γιά μία στοιχειώδη λειτουργία ἑνός ἀρχείου. Ἀναφέρει λοιπόν χαρακτηριστικά στό ὑπόμνημά του πρός τήν Ἱ. Σύνοδο στίς 3 Δεκεμβρίου 1923 τά ἀκόλουθα, προβαίνει δέ καί σέ συγκεκριμένες προτάσεις βελτιώσεως τῆς καταστάσεως :
«Πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἔχω τήν τιμήν νά φέρω ὑπό τήν ἀντίληψιν τῆς Ἱ. Συνόδου τά ἑξῆς:
Ἀφ΄ ὅτου πρό πενταμήνου περίπου ἀνέλαβον τήν Γραμματείαν τῆς Ἱ. Συνόδου, παρετήρησα ὅτι μεγάλη καί σοβαρά εἶναι ἡ ἔλλειψις ἰδιαιτέρου ἐν τῷ Συνοδικῷ μεγάρῳ διαμερίσματος, ἐν ᾧ ἅπαν τό ἀρχεῖον Αὐτῆς δέον νά φυλάσσηται καί ἐν τάξει τηρῆται• ἀλλά, πολλάκις, ζητῶν φάκελλον παρά τοῦ τεταγμένου ἀρχειοφύλακος, παρά πᾶσαν τήν προσπάθειαν αὐτοῦ δέν ἠδυνάμην νά λάβω τοιοῦτον. Ἐξαπορῶν, ἐζήτησα σχετικάς πληροφορίας, ὅτε καί ἔμαθον ὅτι, ὅτε τῷ 1917 κατεσχέθησαν ὑπό τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐκκλησιαστικῶν διάφοροι φάκελλοι τοῦ ἔτους ἐκείνου, παρεδόθησαν μέν οὗτοι, ὡς ὁ τότε Γραμματεύς τῆς Ἱ. Συνόδου Ἀρχιμ. κ. Ζαχ. Λιανᾶς μέ ἐπληροφόρησε, διά τακτικοῦ πρωτοκόλλου παραδόσεως καί παραλαβῆς, οὗ ὅμως τήν ὕπαρξιν ἀγνοεῖ ὁ τεταγμένος ἀρχειοφύλαξ, πλήν, λόγῳ τῶν ἐπειγουσῶν ἐργασιῶν τοῦ Ἀνωτάτου Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου, χρείαν ἔχοντος πολλῶν ἐξ αὐτῶν τῶν κατεσχημένων φακέλλων, ἐπεστράφησαν οὗτοι ἀτάκτως, πάντως ὅμως, ὡς μοί προσέθηκεν ὁ ὡς ἄνω τότε Γραμματεύς, θά ἐγένετο γενική τινα ἀπόδειξις, τοῦθ΄ ὅπερ ἀκριβῶς δέν ἐνθυμεῖται, ἐξ αὐτοῦ δέ χρονολογεῖται ἡ ἀπώλεια ἐγγράφων, ἥν καί ἑτέρων τοιούτων παρομοία ἐπηκολούθησεν, ὡς καί ἑνός βιβλίου τῶν εἰσερχομένων καί ἐξερχομένων ἐγγράφων χρονολογούμενον ἀπό 1ης Αὐγούστου 1916 μέχρι 25ης Ἰανουαρίου 1919, ἐνῶ μετά τήν 1η Νοεμβρίου 1920 εἰς χεῖρας τοῦ Σεβασμιωτάτου Ὕδρας ἀπωλέσθη, ὡς καί ὁ ἴδιος κατά τούς ὑπαλλήλους ἐδήλου.
Πλήν ὅμως καί τό ἀρχεῖον τῆς Ἱ. Συνόδου ὑπάρχει ἐν ἑνί δωματίῳ, ἐν ᾧ παραμένουσι ἐκτός τοῦ τεταγμένου ἀρχειοφύλακος καί οἱ Γραφεῖς τῆς Ἱ. Συνόδου. Ἐκ τούτου χωρίς βεβαίως οὐδέ κατά διάνοιαν νά ἀμφισβητήσω τήν ἐντιμότητα τῶν Συνοδικῶν ὑπαλλήλων, δέν δύναται τοῦτο νά εἶναι ἐν ἀσφαλείᾳ. Ἀλλά καί οὐδεμία ταξινόμησις τῶν ἐγγράφων καί διαφόρων ἐν γένει φακέλλων διακρίνει αὐτό, ὥστε πᾶς τις ἁρμόδιος εὐκόλως νά δύναται νά εὕρη ὅντινα φάκελλον ἤθελε ζητήσει ὡς χρήσιμον τῇ ὑπηρεσίᾳ. Καί ἐφ΄ ὅσον εἶναι ἐν ὑπηρεσίᾳ ὁ καί νῦν τεταγμένος ἀρχειοφύλαξ, ἡ τοιαύτη ἔλλειψις θεραπεύεται ὑπ΄ αὐτοῦ κατά τόν ἐνόν καί τόν προσιδιάζοντα αὐτῷ τρόπον καί ὁπωσοῦν καλύπτεται. Πλήν ἡ 100ετής περίπου τῆς Ἱ. Συνόδου δημοσία δρᾶσις, ἡ ἐν τῇ κοινωνίᾳ ἀποστολή Αὐτῆς, ἡ ἀξιοπρέπεια Ταύτης, ἀλλά μετά συστολῆς τολμῶ εἰπῶν καί ἡ ἀδήριτος ὑποχρέωσις (τῆς Ἱ. Συνόδου) ὅπως ἐξασφαλίσῃ τό ἀρχεῖον, τήν ζῶσαν ταύτην Ἱστορίαν τῆς νεωτέρας Ἐκκλησίας τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος καί εἰς αὐτό πᾶς τις ἁρμόδιος προσφεύγῃ καί εὐκόλως εὑρίσκῃ ὅ,τι αὐτῷ χρήσιμον, ἐπιβάλλουσι τήν τακτοποίησιν τοῦ Ἀρχείου ἐν ἰδίῳ διαμερίσματι καί τήν ἐν αὐτῷ παραμονήν τοῦ Ἀρχειοφύλακος μόνον.
Τό Συνοδικόν μέγαρον ἱκανά δωμάτια ἔχει, εἰς ἅ τό Γενικόν Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον ἀπό 10ετίας φιλοξενεῖται, συνεπείᾳ τοῦ ἄρθρου 8 τοῦ ΓΥΙΔ΄ νόμου, καί ἑπομένως εἰς ἕν ἐκ τούτων θά ἠδύνατο νά τακτοποιηθῇ, τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου διακανονίζοντος κατ΄ ἰδίαν βούλησιν τά καθ΄ Αὑτό, καί δή μετά τόσην πολυχρόνιον Αὐτοῦ δρᾶσιν.
Εἶναι εὐνόητον, ὅτι, ἄν μή ληφθῇ σύντονος μέριμνα πρός τακτοποίησιν τοῦ Ἀρχείου, ἡ ὑπηρεσία θά χωλαίνῃ καί οὐδείς ἔσται ὁ κατ΄ οὐσίαν ὑπεύθυνος.
Εὐελπιστῶν ὅτι τά ἀνωτέρω θέλουσι τύχει τῆς δεούσης προσοχῆς,
Διατελῶ εὐπειθέστατος
ἀρχιμ. Θεόκλητος Παναγιωτόπουλος».
Δύο χρόνια ἀργότερα, τόν Νοέμβριο τοῦ 1926, γνωστοποιήθηκε δι΄ ἐγγράφου τοῦ Ὑπουργείου τῶν Θρησκευμάτων πρός τήν Ἱ. Σύνοδο ἡ ἀπόσπαση καθηγητοῦ τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Ἀμαλιάδος «πρός ρύθμισιν τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱ. Συνόδου», καί ἡ ἀπάντηση τῆς Ἱ. Συνόδου ἦταν ὅτι «οἱ ὑπάλληλοι τῆς Ἱ. Συνόδου διορίζονται προτάσει τῆς Ἱ. Συνόδου καί ὅτι ἀπαγορεύεται εἰς τόν τυχόντα ἡ εἴσοδος ἐν τοῖς ἀρχείοις τῆς Ἱ. Συνόδου καί ἡ ρύθμισις καί ἀναδίφησις ἐγγράφων ἐμπιστευτικῶν» .
Ἕξι χρόνια ἀργότερα, σέ συνεδρίαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 23ης Ἰουνίου 1932, ἔγινε λόγος γιά τήν κατάσταση πού βρισκόταν τό Ἀρχεῖο τῆς Ἱ. Συνόδου, ὅπως ἀναφέρεται στόν κώδικα Πρακτικῶν τῆς Ἱ. Συνόδου, καί ἀνατίθεται στόν μητροπολίτη Ἠλείας Ἀντώνιο Πολίτη (1922-1945) ἡ διαρρύθμιση καί συστηματική τακτοποίηση τοῦ Συνοδικοῦ Ἀρχείου : «Γίνεται μετά ταῦτα συζήτησις περί τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱ. Συνόδου καί τῶν παρατηρουμένων ἐλλείψεων αὐτοῦ καί ἀποφασίζεται ἵνα ἀνατεθῇ τῷ Σ. Ἠλείας ὅπως προβῇ εἰς τήν δέουσαν διαρρύθμισιν αὐτοῦ προσλαμβάνων πρός τόν σκοπόν τοῦτον φοιτητάς τινας ἐπί ὁρισθησομένῃ ἀμοιβῇ αὐτῶν» . Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1933 ὁ μητροπολίτης Ἠλείας Ἀντώνιος ὑπέβαλε ἔκθεση πεπραγμένων τῆς ἐργασίας του κατά τή συνοδική περίοδο 1932-1933 σχετικά μέ τήν ἀνατεθεῖσα σέ αὐτόν διευθέτηση τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱ. Συνόδου. Στήν ἔκθεσή του μέ ἡμερομηνία 20 Σεπτεμβρίου 1933 ἀναφέρει ἀρχικῶς ὅτι ἔλαβε σημαντική βοήθεια ἀπό τόν Διευθυντή τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους Ἰω. Βλαχογιάννη, ἐν συνεχείᾳ δέ ὅτι προσελήφθησαν τρεῖς σπουδαστές τῆς Θεολογίας γιά ἕνα μόνο μῆνα καί στή συνέχεια ἀπολύθηκαν λόγῳ ἀδυναμίας πληρωμῆς τους, καί κατόπιν ἀνετέθη στόν διάκονο Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη, κωδικογράφο τῆς Ἱ. Συνόδου, ἡ τακτοποίηση τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ ὡς συμπληρωματικό καθῆκον, τό ὁποῖο ἐπιτέλεσε μέ ζῆλο, ἐπιμέλεια καί ἐνδιαφέρον. [Συνεχίζοντας τήν ἔκθεσή του ὁ μητροπολίτης Ἠλείας Ἀντώνιος ἀναφέρει ὅτι διευθετήθηκε ἡ Ἐπισκοπή Ἀττικῆς ἀρχικῶς καί ἐν συνεχείᾳ Ἀθηνῶν «καθ΄ ὕλην καί κατά χρονολογικήν σειράν», διευθετώντας συνολικῶς 862 ὑποθέσεις πού ἀπήρτισαν 37 φακέλους καί κατακλείει λέγοντας ὅτι ἡ προσπάθεια πρέπει νά συνεχισθῆ ἀπό ἄλλο Συνοδικό Ἀρχιερέα, καί ἄν εἶναι δυνατόν νά δοθῆ κάποια οἰκονομική ἐνίσχυση στόν κωδικογράφο γιά νά συνεχίση μέ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον τήν ἐργασία του].
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1941 ὁ μητροπολίτης Ἠλείας Ἀντώνιος ἐπανῆλθε στό θέμα ὑποβάλλοντας νέες προτάσεις γιά τήν ἀρτιότερη διευθέτηση τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ τῆς Ἐκκλησίας . Λίγα χρόνια ἀργότερα, περί τό 1955, ὁ τότε Γραμματεύς τῆς Ἱ. Συνόδου καί μετέπειτα μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θέμελης, συνέταξε Κανονισμό καθηκόντων τοῦ ἀρχειοφύλακα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ἐξαιρετικῆς ἱστορικῆς σπουδαιότητας εἶναι τό πολυτιμώτατο ἀρχειακό ὑλικό πού παρήχθη στά μέτωπα τῶν μαχῶν κατά τούς ἐθνικούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος ἀπό τούς στρατιωτικούς ἱερεῖς καί τούς κατά τόπους Σεβ. Μητροπολίτες (ἑλληνοτουρκικό πόλεμο, Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Βαλκανικούς Πολέμους, Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο).
Παραθέτουμε ἕνα μικρό ἀπόσπασμα - ἐξόχως ἀντιπροσωπευτικό - ἀπό τό προσωπικό ἡμερολόγιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Δεληγιαννόπουλου, μετέπειτα μητροπολίτου Ἀργολίδος (ὡς Χρυσόστομος Β΄, 1965-1985). Μετά τήν ἐκδήλωση τῆς ἰταλικῆς ἐπιθέσεως κατά τῆς Ἑλλάδος, βάσει τῆς ἀπό 28ης Ἀπριλίου 1940 προβλεπομένης γενικῆς ἐπιστρατεύσεως, τοῦ ἀπό 12ης Ἰουνίου 1940 Βασιλικοῦ Διατάγματος καί ἀποφάσει τῆς Ἱ. Συνόδου ὁ Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, προήχθη σέ Ἀρχιμανδρίτη καί εὑρέθη στό μέτωπο, συμβάλλοντας μέ τόν ἔνθεο ζῆλο του στήν πνευματική, ἠθική καί πολεμική ὁρμή τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν γιά τήν προάσπιση τῶν ἱερῶν καί ὁσίων τοῦ Ἔθνους.
Ἀναφέρει λοιπόν στό προσωπικό του ἡμερολόγιο ὁ Χρυστόστομος Δεληγιαννόπουλος: «Μετά ἀπό τρεῖς ὥρες πορεία φθάνω στό Τάγμα. Κατά τίς 6 τό ἀπόγευμα ὁμίλησα εἰς τούς ἄνδρες. Τί ἐνθουσιασμός Θεέ μου! Μοῦ ἐδήλωσαν ὅτι θέλουν νά ἐξομολογηθοῦν• ἐξομολόγησις 200 ἀνδρῶν! Πότε, πῶς, ποῦ;
Ἔτσι, γονατιστός στό ἀντίσκηνο ἐλειτούργησα ἐπάνω στίς 2 βαλίτσες μου… ἐνῶ οἱ φαντάροι μας ὑπό συνεχῆ βροχή ἀπ΄ ἔξω, περίμεναν νά κοινωνήσουν… Τί συγκινητικό θέαμα! Μέσα στ΄ ἄγρια βουνά καί ὑπό βροχήν, νά ἔρχωνται οἱ στρατιῶται μας νά ἑνώνονται διά τῆς Θ. Κοινωνίας μετά τοῦ Σωτῆρος των. Νά γιατί νικᾶμε!!!
Ἡ λειτουργία ὅμως αὐτή εἶχε τή θαυμαστή παρουσία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δηλαδή, δύο φορές κατά τό διάστημα τῆς λειτουργίας, ὀβίδες πυροβολικοῦ ἔγλειψαν τή σκηνή, ἐβυθίστηκαν στό χῶμα χωρίς νά ἐκραγοῦν. Ἐάν ἔσκαγαν θά σκωτονόμασταν ὅλοι!..».
Μέσα ἀπό τό ἀρχειακό ὑλικό ἐπίσης τοῦ ΙΑΕΕ ἀναδεικνύεται ἡ βοήθεια πού πρόσφερε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος κατά τήν γερμανική κατοχή τῆς Ἑλλάδος στή διάσωση τῶν ἑβραϊκῶν πληθυσμῶν, καθώς, ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ γιά βαπτίσεις, γάμους καί χορήγηση πιστοποιητικῶν σέ Ἑβραίους ἔγινε δεκτή ἀπό τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τούς Ἱερεῖς της, οἱ ὁποῖοι τήν ἐφάρμοσαν πιστά τόσο στίς πόλεις ὅπου ὑπῆρχαν ἑβραϊκές κοινότητες ὅσο καί σέ κάθε περίπτωση ὅπου Ἑβραῖοι κρυπτόμενοι ζητοῦσαν βοήθεια σέ πόλεις καί χωριά. Οἱ κατάλογοι τῶν «βαπτισθέντων» καί νυμφευθέντων μέ Ἕλληνες Ἑβραΐδων ἤ Ἑλληνίδων εἶναι μακρεῖς στούς κώδικες καί τά ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μόνον στόν "Κώδικα Βαπτίσεων" (Ἀλλοδόξων, Ἀλλοπίστων, ἄνευ θρησκεύματος) τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν (1890 - σήμερα) ἀναγράφονται 422 βαπτίσεις Ἑβραίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν κατάτό χρονικό διάστημα 1940 – 1944, εἰς τόν ὁποῖον ἀναγράφονται ὄχι μόνον τά ὀνοματεπώνυμα τῶν βαπτιζομένων Ἑβραίων ἀλλά καταχωροῦνται καί τά ἀκόλουθα στοιχεῖα: τό νέο χριστιανικό βαπτιστικό ὄνομά τους, ὁ Ναός τῆς Ἐνορίας εἰς τήν ὁποίαν ἐβαπτίσθηκαν, τό ὀνοματεπώνυμο τοῦ Ἱερέως ὁ ὁποῖος ἐτέλεσε τό μυστήριον, καί τό ὀνοματεπώνυμο τῶν Ἀναδόχων τους.
Κατά καιρούς ἐργάσθηκαν στό ἀρχειακό ὑλικό τοῦ ΙΑΕΕ σημαντικές προσωπικότητες τῆς ἐπιστήμης, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τοῦ τόπου μας, ὅπως ὁ Ἀνδρέας Μάμουκας, ὁ Βασίλειος Ἀτέσης πρ. μητροπολίτης Λήμνου, ὁ ἀρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας, ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, ὁ ἀρχιμανδρίτης Πατρίκιος Καλεώδης, μέ τελευταῖο τόν ἀρχιμ. τότε καί σήμερα Γεν. Διευθυντή τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας κ. Ἀγαθάγγελο κατά τό διάστημα 1996 ὥς τό 2000.
Δυστυχῶς, κατά τό διάστημα 2000-2004 πού ὁ χῶρος τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου παρέμεινε κλειστός, πραγματοποιήθηκε ἀνακαίνιση τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου, χωρίς ὅμως νά ληφθῆ κάποια πρόνοια καί μέριμνα προφυλάξεως τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ, μέ ἀποτέλεσμα, μπάζα, χρώματα καί σκόνες νά παρεισφρήσουν στούς ἀρχειακούς φακέλους καί κυτία, προκαλώντας φθορά καί ὑποβάθμιση τῆς ποιότητας τοῦ ὑλικοῦ. Ἐπιπλέον, μετά τήν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης γιά τήν τακτοποίηση τοῦ ὑλικοῦ τοῦ ΙΑΕΕ καί τῶν ὑπηρεσιῶν μας μετά ἀπό παράκλησιν τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου ἀπό τό 2004, δέν ἔλειψαν οἱ περιπτώσεις πού ἐπιστήμονες ἐρευνητές καί ἄλλοι ἱστορικοί (εἴτε ἀπό τό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἔξω ἀπό αὐτήν), ὅπως πανεπιστημιακοί καθηγηταί, φοιτητές γιά τίς ἱστορικές μελέτες τους (master, διδακτορικά κ.λπ) πού μᾶς ἔφεραν ἀρχειακό ὑλικό τό ὁποῖο τό εἶχαν "δανεισθῆ" (ἐντός ἤ ἐκτός εἰσαγωγικῶν) καί τό μελετοῦσαν στήν οἰκία τους, καί ἀσφαλῶς τότε ἐμεῖς δέν εἴχαμε γνώση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν λυτῶν ἐγγράφων, οὔτε τῶν κωδίκων.
Στήν πολυκύμαντη ἱστορία του τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο τῆς Ἐκκλησία μας φιλοξενήθηκε σέ διάφορους τόπους καί κτήρια μέ ἀρχική του ἕδρα τήν ἕδρα τῆς Ἱ. Συνόδου στήν πρώτη πρωτεύουσα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, τήν πόλη τοῦ Ναυπλίου, ὅπου καί παρέμεινε ὥς τήν 27η Ὀκτωβρίου 1834. Μέ τήν μεταφορά τῆς πρωτεύουσας τοῦ κράτους στήν Ἀθήνα, μεταφέρθηκε καί ἡ ἕδρα τῆς Ἱ. Συνόδου, μέ τήν πρώτη συνεδρία στή νέα πλέον ἕδρα νά λαμβάνη χώρα τήν 17η Δεκεμβρίου τοῦ 1834. Στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή, ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος τό Ἀρχεῖο φιλοξενήθηκε στή μεγάλη αἴθουσα τοῦ ἡμιανωγείου διαμερίσματος, ὅπου ἀρχικῶς συνεδρίαζε ἡ Ἱερά Σύνοδος .
Τό 1969, μέ τή μεταφορά τῶν Συνοδικῶν Ὑπηρεσιῶν στό χῶρο τῆς Ἱ. Μονῆς Πετράκη, ὅπου στεγαζόταν τό Οἰκοτροφεῖο φοιτητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΕΚΠΑ, τό κτήριο πού αὐτή τή στιγμή βρισκόμαστε καί ἀποτελεῖ ἀπό τό 1969 τό Συνοδικό Μέγαρο τῆς ὁδό Ἰασίου, μεταφέρθη καί τό ἀρχειακό ὑλικό τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου σέ ὑπόγειο χῶρο τῆς ὁδοῦ Ἀλωπεκῆς 46. Μέ ἐνέργειες ὅμως τοῦ τότε Ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱ. Συνόδου, ἀρχιμ. Ἀμβροσίου Λενῆ (νῦν μητροπολίτου Καλαβρύτων), τό ἀρχειακό ὑλικό μεταφέρθη στόν 3ο ὄροφο τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου, σέ χῶρο 60 περίπου μ2, ὅπου καί παρέμεινε ὥς τό 2013, ὁπότε καί, λόγῳ τῶν αὐξημένων ἀναγκῶν πού ἀπαιτοῦντο γιά τήν ὑλοποίηση τοῦ Προγράμματος Ψηφιοποίησης, μεταφέρθη στό κτήριο τῆς ὁδοῦ Δεινοκράτους 68.
Ἀπό τίς 31 λοιπόν Ἰανουαρίου τοῦ 2013 τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στεγάζεται σέ λιθόκτιστο κτήριο, πού κατασκευάσθηκε στά τέλη τοῦ 19ου αἰ., ἐπί τῆς ὁδοῦ Δεινοκράτους 68, συνολικῆς ἐπιφάνειας 600 μ2, μέ μεγάλες αἴθουσες, κατάλληλες γιά ἀρχειοστάσια καί ἀρχειονομικές ἐργασίες τακτοποιήσεως, τεκμηριώσεως, ψηφιοποιήσεως, καταλογογραφήσεως κ.λπ. Ἀλλά καί αὐτή δέν ἔμελλε νά εἶναι ἡ τελευταία μετακίνηση τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ, καθώς, ἡ θεομηνία πού ἔπληξε τήν Ἀθήνα στίς 9 Σεπτεμβρίου τοῦ 2014 προκάλεσε πτώση μέρους τοῦ ταβανιοῦ σέ μία ἀπό τίς αἴθουσες καί φύλαξε ὁ Θεός πού δέν θρηνήσαμε θύματα, γιατί στήν αἴθουσα αὐτή ἐκείνη τήν ὥρα ἐργαζόταν 10 ψηφιοποιητές. Ἔτσι, ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ συμβάντος, ὑπῆρξε νέα μεταφορά τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ (περίπου 3000 ἀρχειακά κυτία) ἀπό τίς 9 Σεπτ. 2014 δηλαδή μέχρι νά πραγματοποιηθῆ ἡ ἐπισκευή - ἀντικατάσταση τῆς κεραμοσκεπῆς τοῦ κτηρίου, μεταφορά πού αὐτή τή φορά ἔγινε σέ παρακείμενο κτήριο, ἐντός τοῦ οἰκοπέδου τῆς Δεινοκράτους, πού στέγαζε ἄλλοτε ἐκκλησιαστικό σχολεῖο καί τόν Ἱ. Ναό τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Βουλευτοῦ, ὅπου καί παρέμεινε μέχρι τήν περασμένη ἑβδομάδα.
Τό 2005 εἶχε ληφθῆ Συνοδική Ἀπόφαση γιά τή μεταφορά τοῦ Τυπογραφείου ἀπό τό ἰσόγειο τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου ὥστε ὁ χῶρος, ἀφοῦ διαμορφωθῆ κατάλληλα, νά φιλοξενήση τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο, μία Ἀπόφαση ὅμως πού δέν ὑλοποιήθηκε.
Tό 2007 τό Ἱστ. Ἀρχεῖο ὑπέβαλε στήν Ἱ. Σύνοδο «Μελέτη ὀργάνωσης, ταξινόμησης καί μικροφωτογράφησης τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τοῦ Ἀρχείόυ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν» τοῦ ἀειμνήστου φίλου καί ἐθελοντοῦ συνεργάτου μας Γ. Μητροφάνη σέ συνεργασία μέ τό ΙΑΕΕ.
Τό ἴδιο ἔτος (2007) τό ΙΑΕΕ ὑπέβαλε πρός τήν Ἱ. Σύνοδο Σχέδια 1) Κανονισμοῦ ἐξυπηρετήσεως ἐρευνητῶν τοῦ ΙΑΕΕ, 2) Γενικῶν προδιαγραφῶν χώρου μεταβατικῆς ἐγκαταστάσεως τοῦ ΙΑΕΕ καί 3) Σχέδιο Κανονισμοῦ «Περί ἱδρύσεως καί λειτουργίας Ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», καί τόν Κανονισμό «Συστάσεως καί Λειτουργίας Τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος». Ὁ τελευταῖος αὐτός Κανονισμός ἐνεκρίθη ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τόν Νοέμβριο τοῦ 2013 καί δημοσιεύθηκε στό ΦΕΚ, ἀριθμ. 286/30 Δεκεμβρίου 2013, τεῦχος Α΄, σελ. 5277-5282, ὡς Κανονισμός ὑπ΄ ἀριθμ. 248/2013 τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ὁ Κανονισμός αὐτός, [ἐκτός ἀπό τή σύσταση τοῦ Ἱστ. Ἀρχείου ὡς Συνοδική Ὑπηρεσία τῆς Διευθύνσεως Γραμματείας παρά τῇ Ἀρχιγραμματείᾳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τόν σκοπό λειτουργίας του] προβλέπει τό σύνολο τῶν δραστηριοτήτων τῆς λειτουργίας τοῦ ΙΑΕΕ, οἱ ὁποῖες ἐπιγραμματικά συνοψίζονται στή διάρθρωση καί τίς ἁρμοδιότητες τοῦ προσωπικοῦ, στίς κατηγορίες ἀρχείων (συμβατικά, ψηφιακά, ἐνεργά, ἀνενεργά, διηνεκῆ καί ἱστορικά), ὁρίζει τήν ἀρχειακή πολιτική, τό ἀρχειακό πρόγραμμα καί τά ἀρχειακά πρότυπα, τήν ἐπιλογή καί τόν χαρακτηρισμό τῶν ἀρχείων ὡς ἱστορικῶν, τήν παραλαβή, διαχείριση, πρόσκτηση καί ἀρχειακή ἐπεξεργασία τους, τήν παραγωγή ἀντιγράφων ἀσφαλείας καί τή διατήρηση τῶν ἀρχείων. Προβλέπει τή σύσταση Ἐπιτροπῆς Διαβάθμισης Ἱστορικῶν Ἀρχείων, τήν ἔκδοση ὑπηρεσιακῶν καί δημοσίων ἀρχειακῶν καταλόγων, τή σύσταση Βιβλιοθήκης γιά τίς ἀνάγκες τῆς Ὑπηρεσίας στήν ὁποία συμπεριλαμβάνονται τά δημοσιεύματα πού ἐκπονήθηκαν κατόπιν ἔρευνας τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ τοῦ ΙΑΕΕ, καθορίζει δέ τίς προϋποθέσεις πρόσβασης τῶν ἐρευνητῶν στό ἀρχειακό ὑλικό, τήν πρόσβαση τοῦ Διευθυντοῦ στίς Συνοδικές Ὑπηρεσίες γιά τίς διαδικασίες παραγωγῆς καί τήρησης τῶν ἀρχείων τους. Τέλος, ὁρίζει καί ἀπαριθμεῖ τά τηρούμενα βιβλία τῆς Ὑπηρεσίας.
Μέ τήν ἵδρυση νέων Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν ὑπό τῶν προκατόχων τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου μας Ἱερωνύμου, Σεραφείμ καί Χριστοδούλου ὁ ὄγκος τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ αὐξήθηκε μέ γρήγορους ρυθμούς λόγω τῆς αὐξημένης δραστηριότητας πού συνεπάγεται ἡ ἵδρυση νέων ἐκκλησιαστικῶν ὑπηρεσιῶν.
Τά τελευταῖα χρόνια τό ἀρχειακό ὑλικό τακτοποιεῖται, ταξινομεῖται καί τεκμηριώνεται σύμφωνα μέ τό Διεθνές Πρότυπο Ἀρχειακῆς Περιγραφῆς (ΔΙΠΑΠ), καθιστώντας τό ΙΑΕΕ - χάρη στήν ἐπιστημονική ἐργασία πού πραγματοποιεῖται καί τίς συνεργασίες πού ἔχει ἀναπτύξει - ἐφάμιλλο τῶν ἀρχειακῶν μονάδων ὄχι μόνο τῆς πατρίδος μας, ἀλλά καί ἐκτός τῆς Ἑλλάδος.
Ὡς ὑλικά ἀποθήκευσης τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ χρησιμοποιοῦνται ἀντιόξινα ὑλικά πού ἀναστέλλουν τή φυσική φθορά τοῦ χαρτιοῦ. Πρόκειται γιά ἐπένδυση τῆς Ἐκκλησίας γιά διάσωση τῆς ἱστορικῆς μνήμης Αὐτῆς στήν ὑπηρεσία τῶν μελλοντικῶν γενεῶν.
Ἐπίσης, τόν Μάρτιο τοῦ 2007 πραγματοποιήθηκε ἀπό τό προσωπικό τοῦ ΙΑΕΕ καταγραφή τοῦ ὄγκου τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ὁποῖο ἀνῆλθε σέ 340 μέτρα γιά τό ἀρχειακό ὑλικό τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱ. Συνόδου τό ὁποῖο βρισκόταν στοιβαγμένο σέ μία αἴθουσα 60 μ2 στόν 3ο ὄροφο τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου (ὅπως προείπαμε), σέ 1846 μέτρα γιά τίς Συνοδικές Ὑπηρεσίες τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου πού βρισκόταν στήν ὁδό Ἰασίου 1, στήν ὁδό Κορνάρου 4 στό κέντρο τῆς Ἀθήνας, στήν ὁδό Ἀλωπεκῆς 46, στήν ὁδό Ζήνωνος 23 στό Χαλάνδρι. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ ἰδίου ἔτους (2007) πραγματοποιήθηκε ἡ καταμέτρηση τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, μέ τό τελικό μέγεθος νά ἀνέρχεται σέ ἑνάμισυ χιλιόμετρο. Ὡς πρός τήν φύση τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ, αὐτό ἀποτελεῖτο ἀπό λυτά ἔγγραφα, μαγνητοταινίες, φωτογραφίες, βιβλία – κώδικες, διαφάνειες (slides), ψηφιακούς δίσκους, κασέττες ἤχου καί εἰκόνας, ἀρχιτεκτονικά καί τοπογραφικά σχέδια, καρτέλες κ.λπ. Εἶναι χαρακτηριστικό πώς σέ ὁρισμένες περιπτώσεις τό ἀρχειακό ὑλικό ἦταν σέ τόσο κακή κατάσταση, πού καταμετρήθηκε σέ κυβικά καί ὄχι σέ τρέχοντα μέτρα. Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω καταμέτρηση, τά ἀρχεῖα τῆς Ἱ. Συνόδου καί τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς βρισκόταν διασπαρμένα σέ 245 ἀρχειακές ἑνότητες, ἡ ἀρχειοθέτηση τῶν ὁποίων κάλυπτε συνολικά 3.662 τρέχοντα μέτρα ραφιῶν. Σήμερα, τό ἀρχειακό ὑλικό πού ἀπόκειται στό κτήριο τῆς ὁδοῦ Δεινοκράτους ξεπερνά τό 1 χιλιόμετρο.
Ἀπαιτεῖται νά ξεκινήσουν ἄμεσα ἐργασίες συντήρησης τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ γιά νά ἀποκατασταθοῦν οἱ φθορές του ἀλλά καί γιά νά ἀποτραπῆ περαιτέρω ὑποβάθμιση τῆς καταστάσεώς του. Ἀπαιτεῖται, ἐπίσης, βελτίωση τῆς ὑλικοτεχνικῆς ὑποδομῆς τοῦ ΙΑΕΕ, μέ ἐγκατάσταση συστήματος πυρόσβεσης, συστήματος διατήρησης σταθερῆς θερμοκρασίας καί ὑγρασίας, ἀλλά καί στελέχωση αὐτοῦ μέ ἐξειδικευμένο προσωπικό.
Μέ συγκίνηση ἀνακαλοῦμε στή μνήμη τήν προσωπικότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου πού ἀνέθεσε εἰς ἡμᾶς τήν ἀνάδειξη τοῦ πολύτιμου ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ τῆς Ἐκκλησία μας. Μέ ἴδια συναισθήματα συγκίνησης ἐνθυμούμαστε τήν διακριτική παρουσία τοῦ ἀείμνηστου συνεργάτης μας, ἱστορικοῦ καί ἀρχειονόμου Γ. Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος ἐπί σειρά ἐτῶν προσέφερε ἀφιλοκερδῶς τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες του ὅποτε τοῦ ἐζητεῖτο. Ἀλλά καί μέ εὐγνωμοσύνη καί σεβασμό ἀπολαμβάνουμε τήν ἀγάπη καί τό ἀμείωτο ἐνδιαφέρον καί τήν φροντίδα γιά τό ΙΑΕΕ καί ἐμᾶς προσωπικῶς τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου καί Ποιμενάρχου μας κ.κ. Ἱερωνύμου.
Μέ τή συμμετοχή μας στό «Σύστημα Κεντρικῆς Ὑποστήριξης τῆς Πρακτικῆς Ἄσκησης Φοιτητῶν ΑΕΙ» (ΑΤΛΑΣ) ἔχουμε δεχθῆ, ἀπό τό 2013 κ.ἑξ., δύο ἑκατοντάδες φοιτητῶν ἀπό τή Θεολογική καί Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, πού πραγματοποίησαν τήν πρακτική τους ἄσκηση στό Ἱστορικό Ἀρχεῖο, ἔλαβαν Βεβαίωση συμμετοχῆς τους στίς ἀρχειακές ἐργασίες τοῦ ΙΑΕΕ καί ἀμείφθηκαν ἀπό τό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἀλλά καί ἀπό τήν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Ἀθηνῶν εἴχαμε σημαντική βοήθεια ἀπό πεντηκοντάδα φοιτητῶν τοῦ Τμήματος Συντηρήσεως καί Διαφυλάξεως Ἐκκλησιαστικῶν Κειμηλίων μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἀναπληρωτοῦ Καθηγητοῦ τῆς ΑΕΑΑ κ. Ἀναργύρου Παπαρίδη, σέ ἐθελοντική ὅμως βάση. Κατά τό διάστημα Σεπτ. 2014-Σεπτ. 2015 πραγματοποιήθηκε καί διεθνής συνεργασία μέ τό Πανεπιστήμιο τοῦ Μπορντώ Γαλλίας, καθώς ἐργάσθηκε στό ΙΑΕΕ μεταπτυχιακός Γάλλος ὑπότροφος μέ εἰδίκευση στήν ἑλληνική γραμματεία.
Γιά τήν ἐργασία αὐτή τῶν φοιτητῶν ὀφείλουμε θερμές εὐχαριστίες στούς καθηγητές Διονύσιο Μπενέτο, Εὐριπίδη Γαραντούδη, Ἰωάννη Ξούρια καί Ἀθανάσιο Μαρκόπουλο τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τόν καθηγητή κ. Ἀργύριο Παπαρίδη τῆς Ἀν. Ἐκκλ/κῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καί τούς Καθηγητάς Κων. Μανίκα καί Χρῆστο Καραγιάννη.
Εὐχαριστίες ὀφείλονται ἐπίσης σέ ἀνθρώπους πού ἐμπιστεύθηκαν τό ἀρχειακό τους ὑλικό στό ΙΑΕΕ, ὅπως ὁ ἀρχιμ. Τιμόθεος Σακκᾶς, ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ καί ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἀσωμάτων Πετράκη Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Θαυμακοῦ κ. Ἰάκωβος.
Θερμῶς εὐχαριστοῦμε γιά τήν πολύτιμη γιά ἐμᾶς βοήθεια καί συνεργασία τήν Ἐφορεία τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους, τόν πρόεδρο αὐτῆς κ. Ν. Καραπιδάκη, τήν Διευθύντρια τῶν ΓΑΚ κ. Μαριέττα Μινώτου, ἀλλά καί τήν ὑποδιευθύντρια κ. Ἀμαλία Παππᾶ.
Ὅλως ἰδιαιτέρως εὐχαριστοῦμε τόν ἱστορικό καί δεινό ἀρχειονόμο κ. Ζήσιμο Συνοδινό, πρ. πρόεδρο τῆς Ἑλληνικῆς Ἀρχειακῆς Ἑταιρείας καί μέλος τῆς Ἐφορείας τῶν ΓΑΚ, καί σήμερα Διευθυντής τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Τραπέζης Eurobank ὁ ὁποῖος συνεχίζει νά μᾶς βοηθᾶ ἀνελλιπῶς μετά τήν ἐκδημία τοῦ ἀειμνήστου συνεργάτου μας Γ. Μητροφάνη.
Πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι ἀπό τό 2004 καί ἐντεῦθεν δεκάδες ἐπιστήμονες καί ἄλλοι ἐρευνητές χρησιμοποίησαν τό ἀρχειακό ὑλικό τοῦ ΙΑΕΕ γιά τήν ἐκπόνηση master, Διδ. διατριβῶν, μελετῶν, εἰσηγήσεων κ.λπ., ἐπιστημονικές μελέτες τῶν ὁποίων κοσμοῦν τήν ἱδρυομένην Βιβλιοθήκην τοῦ ΙΑΕΕ.
Χωρίς τή φιλότιμη ἐθελοντική ἐργασία τῆς Διευθύνσεως καί τοῦ προσωπικοῦ τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐμπλεκομένων στήν ὑλοποίηση τοῦ Προγράμματος Ψηφιοποιήσεως, ἤτοι τοῦ Φορέως τοῦ Ἔργου τῆς Ἀπ. Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Γεν. Διευθυντοῦ της Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Φαναρίου κ. Ἀγαθαγγέλου καί ὑπαλλήλων αὐτῆς τῆς ἀναδόχου Ἑταιρείας τοῦ ἔργου καί τῶν συνεργατῶν αὐτῆς ἑταιρειῶν, δέν θά ἦταν δυνατή ἡ πραγματοποίηση καί ἡ αἴσια ἔκβαση τοῦ ἱστορικοῦ καί μεγάλου αὐτοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Τό Πρόγραμμα ὁλοκληρώθηκε. Δόξα τῷ Θεῷ. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ὅμως ἀρχίζει ἀπό ἐμᾶς νέα ἐργώδης καί σύντονος προσπάθεια συστηματικοτέρας διορθώσεως πιθανῶν ἤ καί βεβαίων λαθῶν καταγραφῆς – τό σφάλλειν ἀνθρώπινον γάρ, τοῦ Θεοῦ τό ἔργον εἶναι τέλειον – τακτοποιήσεων, ἀνακατατάξεων, συμπληρώσεων, τεκμηριώσεων. Μεγάλος ἀριθμός τῶν ἐργασθέντων στό ἔργο αὐτό. Ἄλλοι ἐξ αὐτῶν μέ γνώσεις πολλές τοῦ ἀντικειμένου, κάποιοι μέ λιγότερες, ἑπόμενα τά ὅποια λάθη! Θά τά διορθώσουμε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιποιμένος τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἱερωνύμου καί τῶν εὐχῶν τῶν ἁγίων ἀρχιερέων τῶν συγκροτούντων τήν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Διαρκοῦς καί τῆς Ἱεραρχίας.
Στήν ἐπανάσταση ὅμως τῆς μετάδοσης τῆς γνώσης πού συντελεῖται τίς τελευταῖες δεκαετίες, καθίσταται ἐπίκαιρος ὁ πλατωνικός διάλογος τοῦ Φαίδρου, στόν ὁποῖο ὁ Σωκράτης ἀφηγεῖται τόν μῦθο τῆς ἀνακάλυψης τῆς γραφῆς στούς ἀρχαίους Αἰγυπτίους, ὅπου παρατίθεται ἡ ἀντίδραση τοῦ Φαραώ: «σοφίας δέ τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις• πολυήκοοι γάρ σοι γενόμενοι ἄνευ διδαχῆς πολυγνώμονες εἶναι δόξουσιν, ἀγνώμονες ὡς ἐπί τό πλῆθος ὄντες, καί χαλεποί συνεῖναι, δοξόσοφοι γεγονότες ἀντί σοφῶν» . Δέν ἀρκεῖ ἡ μεγάλη παράθεση γνώσης καί πληροφοριῶν - ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς ἐποχῆς μας – ἀλλά ἀπαιτεῖται ταυτόχρονη καλλιέργεια τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, ὥστε νά μήν ἀποβαίνει ἡ γνώση οἴηση πού καθιστᾶ κατώτερο τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο πλάσθηκε.
Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι τά τελευταῖα χρόνια, μέ τήν ἀλματώδη πρόοδο τῆς τεχνολογίας, νέες παθήσεις πού σχετίζονται ἤ καί ὀφείλονται στήν μανία ἐνασχόλησης καί ἐξάρτησης ἀπό τίς ἠλεκτρονικές συσκευές ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους, μέ μία ἐξ αὐτῶν νά ἔχει ὡς σύμπτωμα τήν ψυχαναγκαστική ψηφιακή ἀποθησαύριση, γνωστή καί ὡς σύνδρομο ψηφιακῆς συσσώρευσης.
Μακαριώτατε, Σεβ., Πατέρες, κυρίες καί κύριοι, δέν θά σᾶς κουράσω περισσότερο. Ἐπιτρέψατέ μου ὅμως νά ὑπογραμμίσω καί μία ἄλλη διάσταση τοῦ ΙΑΕΕ, τήν ποιμαντική διάσταση τοῦ ἱστορικοῦ ἀρχείου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Πράγματι, ἔχει τή δυνατότητα, μέ τήν κατάλληλη ἀνάδειξη φωτισμένων μορφῶν καί δοκιμασμένων πρακτικῶν νά βοηθήσουν στήν ἀποστολή της τήν Ἐκκλησία μας, στήν δοξολογία δηλαδή τοῦ Θεοῦ. Στή σωτηρία καί τόν ἁγιασμό τῶν πιστῶν, τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο βρίσκει τήν δικαίωση τῆς ὑπάρξεώς του.
Τήν διατήρηση δηλαδή τῆς ἱστορικῆς μνήμης στόν ὀρθόδοξο λαό μας γιά τήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας μας στό ποίμνιό της καί τό ἔθνος μας, ἀλλά καί συντελεῖ καί σέ κάτι ἄλλο ἀνώτερο. Στόν βαθμό πού συμβάλλει στήν ἀνακούφιση ἀνθρώπων πού πάσχουν, ἔχοντας διδακτικό καί ἐπικουρικό ρόλο στό ἁγιαστικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μέ τό περιεχόμενό του συμμετέχει στό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, στήν προέκταση τῆς Ἁγίας Τραπέζης στήν καθημερινή ζωή τῶν πιστῶν, καθιστῶντας τόν καθένα τῶν μελῶν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν μνημειώδη ἔκφραση τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, γιά τό ἱερό καί ἅγιο θυσιαστήριο: «Τοῦτο τό θυσιαστήριον πανταχοῦ δυνήσῃ κείμενον ἰδεῖν, καί ἐν στενωποῖς καί ἐν ἀγοραῖς, καί καθ΄ ἑκάστην ἐν αὐτῷ θύειν τήν ὥραν. Καί γάρ καί ἐνταῦθα θυσία τελεῖται».
Εὐχαριστίες ὀφείλομεν νά διατυπώσουμε πρός τούς τότε μέν Ἀρχιγραμματεῖς, νῦν Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες, οἱ ὁποῖοι ὅταν ἀναλάβαμε τήν εὐθύνη τῆς λειτουργίας τοῦ ψηφιακοῦ ἀρχείου τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τήν εὐχή καί τήν εὐλογία τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου σας ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, στήν θέση τοῦ ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱ. Συνόδου ὑπηρέτησαν οἱ νῦν Σεβ. Μητροπολίτες, ἀρχιμ. τότε, Πατρῶν κ. Χρυσόστομος, Κορίνθου κ. Διονύσιος, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ (ὡς ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως τότε), Κηφισίας κ. Κύριλλος, Χίου κ. Μάρκος καί Νέας Ἰωνίας κ. Γαβριήλ, ὡς ἐπίσκοπος Διαυλείας. Πρός αὐτούς τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο ἐκφράζει δι΄ ἐμοῦ τίς ὁλοκάρδιες εὐχαριστίες καί τήν εὐγνωμοσύνη μας διότι πολυειδῶς καί πολυτρόπως ἐβοήθησαν μέ προθυμία στόν στηριγμό του, καί τήν πρόοδό του, ὑπερβαίνοντας τά ὅρια κατ΄ ἐπανάληψιν τῆς ὑπηρεσιακῆς τους ἁρμοδιότητας.
Στόν σημερινό Ἀρχιγραμματέα, Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Μεθώνης κ. Κλήμεντα, τόν πάντοτε πρόθυμο νά δώση σέ ὅ,τι καί ὅσα τοῦ ζητήσαμε μέ τήν ἴδια διάθεση τῶν προκατόχων του ἀρχιγραμματέων καί τήν καθ΄ ὑπερβολήν ἀγάπην του νά λύει τά προβλήματά μας, νά μᾶς στηρίζει καί νά μᾶς συμπαραστέκεται. Τόν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Φαναρίου κ. Ἀγαθάγγελον, Γεν. Διευθυντήν τῆς Ἀπ. Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοῦ φορέως τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ ἔργου τῆς ψηφιοποιήσεως εὐγνωμόνως εὐχαριστοῦμε καί ὁμολογοῦμε τήν ἀγωνία του γιά τήν περάτωση τοῦ προγράμματος τῆς ψηφιοποιήσεως τοῦ ΙΑΕΕ, τίς ἐπιλεγμένες κινήσεις του καί τήν φροντίδα του νά μή χαθῆ τό ἔργο. Ἀλλά ἐκφράζουμε πρός τόν ἅγ. Φαναρίου καί εὐχαριστίες θερμές διότι ἔγινε καί εὐεργέτης τοῦ ΙΑΕΕ ἀφοῦ μᾶς χρηματοδότησε τό ἄσπρισμα τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ κτηρίου μετά τήν ἀποπεράτωση τῆς σκεπῆς του, ὥστε μόνοι μας νά κάνουμε τό ἄσπρισμα. Εὐχαριστίες πρέπουν καί στόν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Σαλώνων κ. Ἀντώνιον, Γεν. Διευθυντήν τῆς ΕΚΥΟ, τόν ὁποῖο πολλάκις ἐνοχλοῦσα καί ζητοῦσα νά φροντίση ἡ ΕΚΥΟ γιά τό ΙΑΕΕ τή σκεπή, τή θέρμανση, τά παράθυρα κ.λπ καί νά μᾶς βοηθήσει παρά τίς οἰκονομικές δυσκολίες πού ὑπάρχουν.
Ὅλως ἰδιαίτερες καί εὐγνώμονες εὐχαριστίες ὀφείλουμε στόν πνευματικό πατέρα τῶν Ἑλλήνων τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμον. Σᾶς εὐχαριστοῦμε, Μακαριώτατε, διότι ἀπό τῆς ἀναρρήσεως εἰς τόν θρόνον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς Ἑλλάδος μέ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον καί ἀγάπην ἐφροντίσατε διά τή σωτηρία τοῦ πολυτίμου διά τήν Ἐκκλησία καί τό ἑλληνικό ἔθνος ὑλικόν τοῦ Ἱστ. Ἀρχείου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ ψηφιοποίηση τούτου ὀφείλεται εἰς τήν Μακαριότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, κατόπιν τῆς προτάσεώς του πρός τήν Ἱ. Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε νά ληφθῆ ἡ ἄριστη ἀπόφασις τῆς ψηφιοποιήσεως τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ. Οἱ εὐχαριστίες μας Μακαριώτατε, Πάτερ καί Δέσποτα, εἶναι πτωχές. Ἡ εὐγνωμοσύνη μας μεγάλη γιά τήν ἐμπιστοσύνη πού μᾶς δείξατε, ὥστε νά φθάση τό ἔργο αὐτό σέ αἴσιο τέλος, παρά τίς πολλές καί ποικίλες δυσκολίες καί τά ἐμπόδια ἀπό πρόσωπα καί πράγματα πού συναντήσαμε κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν μας.
Οἱ εὐχές Σας Μακαριώτατε μᾶς ἐνίσχυαν, μᾶς στήριζαν, μᾶς προφύλασσαν. Καί αὐτές τίς πατρικές εὐχές Σας ζητᾶμε γιά νά συνεχίσουμε τό ἔργο μας.
* Ὁμιλία πού ἐκφωνήθηκε στίς 15 Δεκεμβρίου 2015