Ἱστορικό τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ΙΑΕΕ)
Οὐσιαστικά, ἡ ἀπόφαση Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ τή Διακήρυξη τῆς 25ης Ἰουλίου 1833, συνιστᾶ τήν πράξη ἱδρύσεως καί λειτουργίας τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τυπικά ὅμως καί κανονικά ἡ ἴδρυση αὐτή χρονολογεῖται κατά τήν ἡμέρα ἐκδόσεως τοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου τῆς 29ης Ἰουνίου 1850 μέ τόν ὁποῖο ἀνακηρύχθηκε τό αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ταυτόχρονα μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τή σύσταση τῆς διοικήσεως αὐτῆς, τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ξεκινᾶ καί ἡ διοικητική καί ποιμαντική δραστηριότητα αὐτῆς, τῆς κεντρικῆς διοικήσεως ἀλλά καί τῶν κατά τόπους ἀνά τήν ἐπικράτεια ἱερῶν Mητροπόλεων, καί, ἑπομένως, ἡ παραγωγή ἐγγράφων (δηλαδή ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ), μέ τή μορφή τῆς τηρήσεως πρακτικῶν τῶν συνεδριάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τῆς ἐξαπολύσεως ἐγκυκλίων, τῆς κοινοποιήσεως Συνοδικῶν Ἀποφάσεων, τῆς διαμορφώσεως φακέλων ἐξετάσεως διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων, ἀλληλογραφίας μετά τῆς κρατικῆς Διοικήσεως κ.λπ.
Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ ἐνσωματώσεις στήν ἑλληνική ἐπικράτεια νέων ἀπελευθερουμένων περιοχῶν, ὁ μετασχηματισμός τῆς κοινωνίας, ἡ διαρκῶς αὐξανόμενη δραστηριότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὁδήγησε στήν αὔξηση τῶν ζητημάτων πού αὐτή ἀντιμετώπιζε, καί ἑπομένως, καί στήν συνεπακόλουθη αὔξηση τοῦ ὄγκου τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ. Σποραδικές εἶναι οἱ ἀναφορές στίς Συνεδρίες τῆς Ἱ. Συνόδου, ὅπως αὐτές καταγράφονται στά Πρακτικά τῶν Συνεδριῶν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, περί τοῦ τρόπου τηρήσεως, διαφυλάξεως καί κοινοποιήσεως ὑπό ὅρους τῶν ἐγγράφων τοῦ Ἀρχείου της.
Ἔτσι, ὑπῆρξαν εἰδικότερες προβλέψεις ἐπιμέρους ζητημάτων, πού ἀφοροῦσαν στό ἀρχειακό ὑλικό, σέ κατάστρωση γενικῶν Κανονισμῶν Λειτουργίας τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῶν Γραφείων αὐτῆς (π.χ. 27.9.1893). Ἐπίσης, κατά καιρούς ἡ Ἱ. Σύνοδος ἔλαβε μέριμνα γιά τήν τακτοποίηση τῶν ἐγγράφων μέ βάση τά ἀρχειονομικά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως συνέβη τό 1932, ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α΄ Παπαδοπούλου (1923-1938), μέ τήν ἀνάθεση στόν μητροπολίτη Ἠλείας Ἀντώνιο Πολίτη (1922-1945) τῆς διαρρυθμίσεως καί συστηματικῆς τακτοποιήσεως τοῦ Συνοδικοῦ Ἀρχείου.
Ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θέμελης (1965-2007), κατά τή διάρκεια τῆς θητείας του ὡς Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱ. Συνόδου (1952-1957) κατήρτισε Κανονισμό Λειτουργίας τῶν Συνοδικῶν Ὑπηρεσιῶν καί Γραφείων, στούς ὁποίους συμπεριλαμβάνονταν καί τά καθήκοντα τοῦ Ἀρχειοφύλακα. Ὁ Κανονισμός αὐτός δέν ἔτυχε μέν ἐπισήμου ἐπικυρώσεως, ἀποτέλεσε ὅμως, σέ γενικές γραμμές, τόν ὁδηγό τῆς διοικήσεως τῶν Γραφείων τῆς Ἱ. Συνόδου ἔκτοτε.
Ἀκολουθεῖ τό κείμενο τοῦ «Κανονισμοῦ» πού ἀφορᾶ στά καθήκοντα τοῦ Ἀρχειοφύλακα:
«ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΘΕΜΕΛΗ, Ἀρχειοφύλαξ
Ἄρθρον 6ον.- Ὁ ἀρχειοφύλαξ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑπό ἰδίαν αὐτοῦ προσωπικήν εὐθύνην φυλάσσει τούς εἰσαχθέντας καί εἰσαγομένους φακέλλους εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον.
Ἅμα τῇ ὑπό τοῦ Πρωτοκολλητοῦ πρωτοκολλήσει τῶν ἐγγράφων «πρακτικοποιεῖ» καί συσχετίζει ταῦτα, ὑποχρεούμενος νά ἔχῃ ἴδιον πρακτικόν τρόπον ταξινομήσεως τῶν ἐγγράφων καί ἐν γένει τῶν φακέλλων, καί νά δίδῃ ἀκαθυστερήτως πάντα αἰτούμενον φάκελλον πρός διεκπεραίωσιν ὑποθέσεως τινός.
Μεριμνᾷ διά τήν καλήν διατήρησιν καί συντήρησιν ἁπάντων τῶν φακέλλων τοῦ Συνοδικοῦ Ἀρχείου, ὅπερ τίθεται ὑπό τήν ἐπιμέλειαν καί φροντίδα αὐτοῦ.
Οὐδένα φάκελλον καί οὐδέν ἔγγραφον παραδίδει τινι, ἄνευ αἰτήσεως αὐτοῦ καί ἐγκρίσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Διατηρεῖ τό Μητρῷον Μητροπολιτῶν, Συνοδικῶν, Βασιλικῶν Ἐπιτρόπων, Ἀρχιγραμματέων, Γραμματέων, καί κληρικῶν ἐν γένει ὑπαλλήλων τῆς Ἱ. Συνόδου, καί τό βιβλίον Ἱεροκηρύκων.
Διατηρεῖ τό βιβλίον Παραδόσεως καί παραλαβῆς Συνοδικῶν ἐγγράφων ἐν τῷ ὁποίῳ σημειοῖ τόν, κατά τήν ἀνωτέρω ἔγκρισιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, παραδοθέντα τινι φάκελλον ἐκ τοῦ Ἀρχείου, ἀναγράφων τήν ἡμερομηνίαν λήψεως καί τήν τοιαύτην ἐπιστροφῆς, καί ἀναζητῶν αὐτόν ἐν περιπτώσει καθυστερήσεως ἐπιστροφῆς αὐτοῦ.
Εἰς περίπτωσιν κατά τήν ὁποίαν ἤθελε ταξινομηθῇ τό Ἀρχεῖον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὑποχρεοῦται νά συνεργασθῇ διά τήν ἐπιστημονικήν ταξινόμησιν αὐτοῦ μετά τῶν κληθησομένων εἰδικῶν πρός τοῦτο ὑπαλλήλων (λ.χ. ὑπαλλήλων τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους).
Κρατεῖ τήν κλεῖδα τοῦ Μυροδοχείου καί χορηγεῖ ἅγιον Μύρον, αἰτήσει τοῦ ἐνδιαφερομένου Ἱεράρχου, καί ἐγκρίσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου».
Σύμφωνα μέ τά «Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο Αὐτῆς ἀπό τό 1996 ὥς τό 2000 ἔφερε τήν ὀνομασία «Γραφεῖον Μηχανοργανώσεως», καί ἀπό τό 2001 ὥς τό 2013 «Γραφεῖον Ἱστορικοῦ Ἀρχείου καί Μηχανοργανώσεως».
Τόν Δεκέμβριο τοῦ 2013 ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἐνέκρινε τόν ὑπ΄ ἀριθμ. 248/2013 «Κανονισμόν Περί Ἱδρύσεως καί Λειτουργίας τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».
Σήμερα, τό Ἱστορικό Ἀρχεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος λειτουργεῖ ὡς Συνοδική Ὑπηρεσία τῆς Διευθύνσεως Γραμματείας τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Τέλος, ἡ ὑλοποίηση τοῦ «Προγράμματος Ψηφιοποίησης» τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ τοῦ ΙΑΕΕ, πού ἔλαβε χώρα κατά τά ἔτη 2015-2016 μέ τή συγχρηματοδότηση τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, ἀποτελεῖ σταθμό στήν ἱστορία τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου.